Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἱ ἔθει

См. также в других словарях:

  • ἔθει — ἔθος custom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔθεϊ , ἔθος custom neut dat sg (epic ionic) ἔθος custom neut dat sg ἔθω to be accustomed pres ind mp 2nd sg ἔθω to be accustomed pres ind act 3rd sg θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • овод — род. п. а, укр. овад, блр. овад, др. русск. оводъ (Нестор, Жит. Феодос.; см. Соболевский, Лекции 81), русск. цслав. овадъ, обадъ, болг. овад (Младенов 771), сербохорв. о̏ба̑д, о̏ва̑д, словен. obàd, род. п. obada овод , чеш., слвц. оvаd овод ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • επισωζομένη — ἐπισωζομένη, ἡ (Α) 1. η Ανάληψη, η μέρα τής Αναλήψεως τού Κυρίου («εἰς τήν... ἀνάληψιν τὴν λεγομένην τῷ ἐπιχωρίῳ τῶν Καππαδόκων ἔθει τὴν ἐπισωζομένην, Γρηγ. Νύσσ.) 2. πιθ. η προ τής Αναλήψεως Κυριακή ή η πέμπτη Κυριακή τών Νηστειών (Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …   Dictionary of Greek

  • u̯edh-1 —     u̯edh 1     English meaning: to push, hit     Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen”     Material: O.Ind. vadhati, ávadhīt “hit, bump, poke, destroy”, Kaus. vadhayati, vadhá m. “tötend, Mordwaffe (esp. from Indras Geschoß); blow, knock,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»